- ἔνεσις
- ἔνεσις, εως, ἡ, ([etym.] ἐνίημι)A injection,
φύσης ἐνιεμένης ἐς τὴν κοιλίην Hp. Art.48
, cf. Hero Spir.2.18, Orib.Syn.9.14.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φύσης ἐνιεμένης ἐς τὴν κοιλίην Hp. Art.48
, cf. Hero Spir.2.18, Orib.Syn.9.14.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔνεσις — injection fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνέσει — ἔνεσις injection fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐνέσεϊ , ἔνεσις injection fem dat sg (epic) ἔνεσις injection fem dat sg (attic ionic) ἐνέζομαι sit in aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνεσιν — ἔνεσις injection fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένεση — Μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου ή εμβολίου στους ιστούς ή στο αίμα, με τη χρήση κατάλληλου οργάνου. Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής, σε σχέση με τη χορήγηση των φαρμάκων από το στόμα, είναι η δυνατότητα να υπολογίζεται με ακρίβεια η δόση, η… … Dictionary of Greek
ἐνέσεων — ἐνέσεω̆ν , ἔνεσις injection fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνέσεως — ἐνέσεω̆ς , ἔνεσις injection fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)